-
1 подвергать
подвергать, подвергнуть υποβάλλω* \подвергать наказанию επιβάλλω ποινή \подвергаться υποβάλλομαι, εκτίθεμαι· \подвергаться опасности διατρέχω κίνδυνο· \подвергаться критике εκτίθεμαι σε κριτική* * *= подвергнутьподверга́ть наказа́нию — επιβάλλω ποινή
-
2 подвергаться
υποβάλλομαι, εκτίθεμαιподверга́тьсяся опа́сности — διατρέχω κίνδυνο
подверга́тьсяся кри́тике — εκτίθεμαι σε κριτική
-
3 подвергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•-наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•
критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•
-обсуждению βάζω υπο συζήτηση•
подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•
подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•
подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.
υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•
насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•
подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•
подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.